εξημέρωμα

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

(I)
και ξημέρωμα, το
ο ερχομός της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα].
(II)
το εξημερώνω
η εξημέρωση.