εξονυχίζω

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

(AM ἐξονυχίζω)
εξετάζω κάτι με ακρίβεια και προσοχή, λεπτολογώ
νεοελλ.
(για υποζύγια) κόβω τα νύχια για να τοποθετήσω πέταλα
αρχ.
αφαιρώ τα αγκάθια (από τα ρόδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονυχίζω «εξετάζω με λεπτομέρεια (< όνυξ)].