εξοστρακίζομαι
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(Α ἐποστρακίζω)
νεοελλ.
(για βλήματα) προσκρούω κάπου και αναπηδώ αλλάζοντας διεύθυνση
αρχ.
ρίχνω όστρακα ή βότσαλα στην επιφάνεια της θάλασσας ώστε να αναπηδούν, «κάνω πιατάκια, παξιμαδάκια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οστρακίζω (< όστρακο)].