εξουδετερώνω

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

1. εκμηδενίζω, ματαιώνω με ενέργειά μου, την ενέργεια κάποιου άλλου
2. εκμηδενίζω, καθιστώ κάποιον τελείως ακίνδυνο
3. μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική ουσία σε ουδέτερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τύπο της εξουδετερώ μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ. Πρόκειται πιθ. για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. neutralizer)].