εξουθενώνω

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξουθενῶ, -όω και -έω)
1. περιφρονώ, εξευτελίζω («τῆ μεγαλουχίᾳ τῆς αὐτοῦ δικαίως ἐξουθένωται»)
2. εκμηδενίζω, αφανίζω τελείως
αρχ.-μσν.
δεν αποδίδω καμιά σημασία, παραβλέπω τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ουθενώνω (< ουθείς, μτγν. τ. του ουδείς)].