εξόφληση
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
η (Μ ἐξόφλησις)
1. πληρωμή, απόσβεση χρέους
2. ανταπόδοση οποιασδήποτε υποχρεώσεως ή εξυπηρετήσεως
3. (για φυλακισμένο) απόλυση.