επάνθηση
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
Greek Monolingual
η (Α ἐπάνθησις) επανθώ
άνθηση
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) ο σχηματισμός επανθημάτων (ή επανθισμάτων)
2. (ορυκτ.) τα ίδια τα επανθήματα.