Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίκαρπος

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίκαρπος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. το εξωτερικό περίβλημα του καρπού, η φλούδα
αρχ.
αυτός που καρποφορεί, που βρίσκεται στην εποχή της καρποφορίας.