επίκληρος
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
Greek Monolingual
ἐπίκληρος και δωρ. τ. ἐπίκλαρος, η (Α) κλήρος
1. μοναχοκόρη που κληρονομούσε όλη την πατρική περιουσία και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής («νῦν δ’ ἔξεστι δοῦν
αί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται», Αριστοτ.)
2. (κατά Θωμ. Μάγιστρ.) «ἐπίκληρος καὶ ἐπὶ ἀρσενικοῦ καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ, ὁ ἐπὶ πάσῃ τῇ πατρικῇ περιουσίᾳ καταλελειμμένος παῑς»
3. (γενικώς) κληρονόμος
4. αστρολ. πιθ. έγκληρος.