επίκρουση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἐπίκρουσις) επικρούω
χτύπημα
νεοελλ.
1. ιατρ. διαγνωστική μέθοδος κατά την οποία ο γιατρός εντοπίζει ενδεχόμενες εσωτερικές αλλοιώσεις χτυπώντας με τα δάχτυλα περιοχές του σώματος και εξετάζοντας την ηχητικότητα, την ελαστικότητα και την πρόκληση πόνου
2. η ανάφλεξη εκρηκτικού γεμίσματος, καψουλιού, με κρούση.