επαγρυπνώ
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Greek Monolingual
ἐπαγρυπνῶ, -έω (Α) επάγρυπνος
μσν.- νεοελλ.
έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου κάπου («επαγρυπνεί για την ακριβή τήρηση του νόμου»)
αρχ.
1. μένω άγρυπνος, διανυκτερεύω για κάτι
2. παραφυλάω, παραμονεύω, επιτηρώ.