ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(AM ἐπαιτῶ, -έω) αιτώ
ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω («ἐκ σέθεν δ' ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ' ἡμέραν βίον», Σοφ.)
νεοελλ.
ζητώ επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη συμπάθεια»)
αρχ.
1. ζητώ κάτι επί πλέον («εἰ καὶ κέ νυ οἴκοθεν ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας», Ομ. Ιλ.)
2. (απλώς) ζητώ.