Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επαναληπτικός

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές»)
2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ' επανάληψη («επαναληπτικό όπλο»)
3. «επαναληπτική αντωνυμία» — η αντωνυμία αὐτός, -ή, -ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που αναφέρθηκε προηγουμένως.
επίρρ...
ἐπαναληπτικῶς, -ά
κατ' επανάληψη, με επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-ληπτικός (< ληπτός < λαμβάνω)].