επαναληπτικός
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές»)
2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ' επανάληψη («επαναληπτικό όπλο»)
3. «επαναληπτική αντωνυμία» — η αντωνυμία αὐτός, -ή, -ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που αναφέρθηκε προηγουμένως.
επίρρ...
ἐπαναληπτικῶς, -ά
κατ' επανάληψη, με επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-ληπτικός (< ληπτός < λαμβάνω)].