επεισπίπτω

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

ἐπεισπίπτω (Α)
1. εισβάλλω, ορμώ ξαφνικά εναντίον κάποιου
2. ορμώ μέσα
3. πέφτω πάνω σε κάτι
4. βαραίνω («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη»).