παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος → flee all education, raising up the top sail
(AM ἐπιζητῶ, ἐπιζητέω)επιδιώκω, προσπαθώ να βρω τρόπο για να αποκτήσω ή να επιτύχω κάτι (α. «επιζητεί τη φιλία του» β. «ἐπιζητοῦσι... τῶν τοιούτων ἀκούειν», Πολύβ.)αρχ.1. αναζητώ κάποιον («ἐπιζητήσει τὸν Κροῖσον», Ηρόδ.)2. ερευνώ περαιτέρω.