επιζητώ

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιζητῶ, ἐπιζητέω)
επιδιώκω, προσπαθώ να βρω τρόπο για να αποκτήσω ή να επιτύχω κάτι (α. «επιζητεί τη φιλία του» β. «ἐπιζητοῦσι... τῶν τοιούτων ἀκούειν», Πολύβ.)
αρχ.
1. αναζητώ κάποιον («ἐπιζητήσει τὸν Κροῖσον», Ηρόδ.)
2. ερευνώ περαιτέρω.