επιθήγω

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

ἐπιθήγω (Α)
1. ακονίζω, τροχίζω, οξύνω περισσότερο («τῇ βαφῇ τὰ κέντρα ἐπιθήγουσιν», Αιλ.)
2. μτφ. διεγείρω περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήγω «κανονίζω, οξύνω, παροτρύνω»].