επικαταρώμαι
From LSJ
ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη → Tell me, Muse, about the man of many turns, who many ways wandered (Cook translation of Odyssey 1.1)
ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη → Tell me, Muse, about the man of many turns, who many ways wandered (Cook translation of Odyssey 1.1)
ἐπικαταρῶμαι, -άομαι (Α) καταρώμαι
1. καταριέμαι κάποιον με πάθος, εκφέρω κατάρες
2. (για νερό) αυτό που επάνω του έχουν απαγγελθεί κατάρες εναντίον του ενόχου που το πίνει («ὕδωρ ἐπικαταρώμενον», ΠΔ).