Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επικαταρώμαι

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

ἐπικαταρῶμαι, -άομαι (Α) καταρώμαι
1. καταριέμαι κάποιον με πάθος, εκφέρω κατάρες
2. (για νερό) αυτό που επάνω του έχουν απαγγελθεί κατάρες εναντίον του ενόχου που το πίνει («ὕδωρ ἐπικαταρώμενον», ΠΔ).