επικρούω

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπικρούω)
χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» — χτυπάς το καρφί)
νεοελλ.
εξετάζω ασθενή με επίκρουση
αρχ.
1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες»)
2. εμπαίζω, χλευάζω
3. επικροτώ.