Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
-ή, -ό (AM ἐπιληπτικός, -ή, -όν) επιληψία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιληψία ή στον επιληπτικό
2. αυτός που πάσχει από επιληψία.