επιπλέκω
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek Monolingual
(Α ἐπιπλέκω)
περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω
νεοελλ.
(για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω
αρχ.
1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας
2. δένω, δεσμεύω
3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.)
3. ανήκω
4. παθ. ἐπιπλέκομαι
εμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῖς Ἕλλησιν», Στράβ.)
5. παθ. έρχομαι σε σαρκική επαφή
6. (μτχ. παθ. παρακμ. ἐπιπεπλεγμένος
α) αναμεμιγμένος
β) περίπλοκος.