επισάττω

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) σάττω
τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω
αρχ.
1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.)
2. φορτώνω κάποιον με κάτιἐπισάττω τὸν ὄνον σῡκα», Αλκίφρ.).