επιστατικός
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιστατικός, -ή, -όν) επιστάτης
νεοελλ.
φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» — τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους
αρχ.-μσν.
ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστατικόν
η συστατική επιστολή
αρχ.
1. στερεός, αμετακίνητος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιστατική
η τέχνη να επιστατεί κανείς.
επίρρ...
ἐπιστατικῶς
αρχ.
1. σταθερά, αμετακίνητα
2. προσεκτικά, με επιμέλεια.