Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
ἐπιτέγγω (Α)1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το4. στάζω, χύνω από πάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»].