επιχαίρω

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιχαίρω)
χαίρομαι για κάτι, ιδίως για τις συμφορές τών άλλων («ζῶντι μὲν ἐκείνῳ φθονεῖν, ἐπιχαίρειν δὲ τεθνηκότι», Πλούτ.)
μσν.
καλοτυχίζω κάποιον
αρχ.-μσν.
(με καλή σημασία) χαίρομαι για κάποιον (α. «σὲ μὲν εὖ πράσσοντ’ ἐπιχαίρω», Σοφ.
β. «μάννα, νά ‘πιχαρεῖς τ’ ἀδέλφια μου» γ. «ἡ κόρη οὕτως λέγει με... νὰ ἐπιχαρεῖς τὰ κάλλη μου»).