επιχειροτονώ

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537

Greek Monolingual

ἐπιχειροτονῶ, -έω (Α)
1. επικυρώνω άποψη, πρόταση κ.λπ. με ανάταση της χειρός
2. επικυρώνω,
επιβεβαιώνω την εκλογή ή την παραμονή άρχοντος στην εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χειρο-τονώ].