εποικοδόμημα

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐποικοδόμημα)
συνέχιση και ολοκλήρωση οικοδομής σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή τοίχους
νεοελλ.
1. περαιτέρω ανάπτυξη
2. το σύνολο τών θεσμών, τών αρχών, τών ιδεών μιας κοινωνίας.