παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος → flee all education, raising up the top sail
ἐσχατόμοιρος, -ον (Α)αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + -μοιρος < μοίρα (πρβλ. άμοιρος, μεμψίμοιρος)].