φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
εὐήρατος, -ον (Α)
πολύ αγαπητός, αξιέραστος («εὐήρατοι σταθμοί», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερατός «αγαπητός» (< έραμαι «αγαπώ»). Το η λόγω της συνθέσεως].