Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
εὐαυγής, -ές (Α)ευαγής, λαμπρός, φωτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αυγής (< αύγος), πρβλ. ανταυγής, διαυγής].