ευδαιμονία

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐδαιμονία, Α και ιων. τ. εὐδαιμονίη) ευδαίμων
1. καλή τύχη, ευτυχία
2. υλική ευημερία, ευμάρεια.