ευδιάγνωστος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, -ον)
1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα
2. (για νόσο) εκείνη της οποίας είναι εύκολη η διάγνωση
3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-γνωστός (< δια-γιγνώσκω)].
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, -ον)
1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα
2. (για νόσο) εκείνη της οποίας είναι εύκολη η διάγνωση
3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-γνωστός (< δια-γιγνώσκω)].