ευλογιστία

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

εὐλογιστία, ἡ (ΑΜ) ευλόγιστος
μσν.
η ενέργεια του ευλογώ, ο καλός λόγος
αρχ.
φρόνηση, σύνεση, περίσκεψηχρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας», Πλάτ.).