ευλογιστία

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

εὐλογιστία, ἡ (ΑΜ) ευλόγιστος
μσν.
η ενέργεια του ευλογώ, ο καλός λόγος
αρχ.
φρόνηση, σύνεση, περίσκεψηχρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας», Πλάτ.).