Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευπιστία

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

η (Α εὐπιστία) εύπιστος
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του εύπιστου, η ευκολοπιστία
2. αφέλεια, απλοϊκότητα, ακρισία
αρχ.
1. εμπιστοσύνη, πεποίθηση
2. ευσεβής πίστη.

Translations

gullibility

Arabic: سَذَاجَة‎; Bulgarian: доверчивост, лековерие; Catalan: credulitat; Chinese Mandarin: 易受骗; Czech: důvěřivost; Dutch: lichtgelovigheid, goedgelovigheid; Finnish: herkkäuskoisuus; French: crédulité; Galician: credulidade; German: Leichtgläubigkeit; Greek: αγαθοπιστία, αγαθοσύνη, αφέλεια, ευκολοπιστία, ευπιστία, μωροπιστία; Ancient Greek: εὐήθεια, εὐηθία, εὐηθίη, τὸ πειστικόν; Hebrew: תמימות‎; Latin: credulitas; Macedonian: лековерност; Maori: whakapono tūpatokore; Polish: naiwność, łatwowierność; Portuguese: credulidade; Russian: доверчивость, простодушие, наивность; Serbo-Croatian: lakovjernost; Spanish: credulidad, tragaderas; Swedish: godtrbogenhet; Tagalog: kamapaniwalain