Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευφυολόγος

From LSJ

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που λέει έξυπνα καὶ πνευματώδη λόγια, ευφυολογίες, ο χαριτολόγος
2. αυτός που λέει έξυπνα, επιτυχημένα αστεία.
επίρρ...
ευφυολόγως
με ευφυολογίες, με πνευματώδη διάθεση, αστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυής + -λόγος (< λέγω), πρβλ. γλωσσολόγος, ετυμολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].