ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
και ευωδιά, η (ΑΜ εὐωδία, Α και ιων. τ. εὐωδίη) ευώδηςευχάριστη οσμή, ευοσμία, άρωμα, μυρωδιάμσν.(για θεϊκή προσφορά) ευλογία, χάρη.