εφημερόβιος

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

ἐφημερόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέρα με τη μέρα, με το εισόδημα της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος + βίος.