εφοδευτής

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἐφοδευτής) εφοδεύω
ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών.