Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
ἐχέκολλος, -ον (Α)
1. γεμάτος κόλλα, κολλώδης, ρητινώδης («ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη», Θεόφρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐχέκολλον
η κόλλα.
επίρρ...
ἐχεκόλλως (Α)
κολλητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + κόλλα.