εύκισσος

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

εὔκισσος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν εὔκισσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κισσός.