ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
εὔκισσος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν εὔκισσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κισσός.