εύπιστος
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπιστος, -ον)
1. αυτός που πιστεύει εύκολα σε κάτι, ο ευκολόπιστος
2. συνεκδ. αφελής, απλοϊκός, άκριτος
αρχ.
1. άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος
2. (για λόγους, γεγονότα, φήμες κ.λπ.) ευκολοπίστευτος, εύκολα πιστευόμενος
2. αυτός που υπακούει πρόθυμα, ο ευπειθής.
επίρρ...
ευπίστως και εύπιστα (Α εὐπίστως)
με εύπιστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιστός.