εύτολμος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εύτολμος, -ον)
αυτός που έχει τόλμη, ο τολμηρός, ο θαρραλέος, ο σθεναρός
νεοελλ.-μσν.
αποφασιστικός
αρχ.
επιγρ. (με κακή σημ.) θρασύς.
επίρρ...
ευτόλμως και εύτολμα (ΑΜ εὐτόλμως, Μ και εὔτολμα)
με πολλή τόλμη, με πολύ θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τολμος (< τόλμη) πρβλ. απότολμος, θρασύτολμος].