θρασύτολμος

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾰσύτολμος Medium diacritics: θρασύτολμος Low diacritics: θρασύτολμος Capitals: ΘΡΑΣΥΤΟΛΜΟΣ
Transliteration A: thrasýtolmos Transliteration B: thrasytolmos Transliteration C: thrasytolmos Beta Code: qrasu/tolmos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, bold, Cat.Cod.Astr.8(4).212.

Greek (Liddell-Scott)

θρασύτολμος: -ον, ὁ μετὰ θράσους τολμῶν, Νικόλ. Μεθώνης ἐπίσκ. σ. 72, ἔκδ. Ἀνδρ. Δημητρακοπούλου.

Greek Monolingual

θρασύτολμος, -ον (ΑΜ)
θαρραλέος και τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -τολμος (< τόλμη), πρβλ. ά-τολμος, παρά-τολμος].