εἱλοθερής

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chauffé au soleil.
Étymologie: εἵλη, θέρος.

Spanish (DGE)

-ές
calentado por el sol, δάπτω τὰν ἁπαλὰν εἱλοθερῆ παρειάν habla el coro de danaides, A.Supp.71 (cj., pero cód. Νειλοθερῆ), cf. εἱληθερής.