εὐεπήβολος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
εὐεπήβολον, cf. εὐεπίβολος.
German (Pape)
[Seite 1064] wohl erlangend, Sext. Emp. adv. math. 7, 322, im compar.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπήβολος: легко достигающий цели, искусный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπήβολος: -ον, ἴδε εὐεπίβολος.
Greek Monolingual
εὐεπήβολος, -ον (Α)
βλ. ευεπίβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επήβολος «αυτός που πετυχαίνει τον στόχο» (< επι-βάλλω με η κατά το πρότυπο του επ-ήκοος)].