εὐεπήβολος

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπήβολος Medium diacritics: εὐεπήβολος Low diacritics: ευεπήβολος Capitals: ΕΥΕΠΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: euepḗbolos Transliteration B: euepēbolos Transliteration C: evepivolos Beta Code: eu)eph/bolos

English (LSJ)

εὐεπήβολον, cf. εὐεπίβολος.

German (Pape)

[Seite 1064] wohl erlangend, Sext. Emp. adv. math. 7, 322, im compar.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπήβολος: легко достигающий цели, искусный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπήβολος: -ον, ἴδε εὐεπίβολος.

Greek Monolingual

εὐεπήβολος, -ον (Α)
βλ. ευεπίβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επήβολος «αυτός που πετυχαίνει τον στόχο» (< επι-βάλλω με η κατά το πρότυπο του επ-ήκοος)].