εὐθυφορία

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠφορία Medium diacritics: εὐθυφορία Low diacritics: ευθυφορία Capitals: ΕΥΘΥΦΟΡΙΑ
Transliteration A: euthyphoría Transliteration B: euthyphoria Transliteration C: efthyforia Beta Code: eu)qufori/a

English (LSJ)

ἡ, motion in a straight line, Arist. Ph.227b18.

German (Pape)

[Seite 1072] ἡ, Bewegung in gerader Richtung, Gegensatz κυκλοφορία, Arist. phys. ausc. 5, 4.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠφορία:прямолинейное движение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυφορία: ἡ, κίνησις κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 3.

Greek Monolingual

εὐθυφορία και εὐθυφορά, ἡ (Α) ευθύφορος
ευθύγραμμη κίνηση.