εὐμεταδότως

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Translations

generously

Catalan: generosament; Greek: γενναιόδωρα, πλουσιοπάροχα, αφειδώς, άφθονα; Ancient Greek: ἀβαναύσως, ἀφειδείως, ἀφειδέως, ἀφειδῶς, ἀφθόνως, δαψιλέως, δαψιλῶς, δοτικῶς, εὐμεταδότως, μεγαλοδώρως, φιλοδώρως, φιλοτίμως; Esperanto: malavare, grandanime; Finnish: anteliaasti; Galician: xenerosamente; Latin: large; Norman: génétheusement; Polish: hojnie; Portuguese: generosamente; Spanish: generosamente